- μελανίνη
- Φυσική χρωστική του δέρματος. Συναντάται στις τρίχες, στο δέρμα και στην ίριδα των ματιών των σπονδυλοζώων. Σχηματίζεται με οξείδωση του αμινοξέος τυροσίνη. Η μ. παράγεται από τα μελανοκύτταρα, έναν τύπο κυττάρων που βρίσκονται στην επιδερμίδα, σε απόκριση της έκθεσης στον ήλιο, οδηγώντας στο μαύρισμα του δέρματος. Ο κύριος ρόλος της μ. είναι να προστατεύει το δέρμα από τη βλαβερή επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η υπερβολική έκθεση, ωστόσο, των μελανοκυττάρων στην υπεριώδη ακτινοβολία, μπορεί να τα μετατρέψει σε καρκινικά, προκαλώντας έναν τύπο κακοήθειας, το μελάνωμα. Τα κακοήθη κύτταρα του μελανώματος μπορεί να δημιουργούν μεταστάσεις σε εσωτερικές περιοχές του σώματος, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μ. στα ούρα, κάτι που φυσιολογικά δεν συμβαίνει· η παθολογική αυτή κατάσταση ονομάζεται μελανουρία.
Η απελευθέρωση στις μελανίνης από τα μελανοκύτταρα ελέγχεται από τη μελανοτρόπο ορμόνη (MSH), η οποία απελευθερώνεται από τον διάμεσο λοβό στις υπόφυσης.
* * *η(βιοχ.) σκοτεινόχρωμη βιολογική χρωστική, που βρίσκεται στο δέρμα, στις τρίχες, στα φτερά, στα λέπια, στα μάτια και σε μερικές εσωτερικές μεμβράνες τού σώματος και που σχηματίζεται ως τελικό προϊόν κατά τον μεταβολισμό τού αμινοξέος τυροσίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. melanin (< μέλας, -ανος)].
Dictionary of Greek. 2013.